- σφαλιαρίζω
- Ν [σφαλιάρα]χαστουκίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφαλιαρίζω — σφαλιάρισα, χαστουκίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφαλιάρισμα — το, Ν [σφαλιαρίζω] χαοτούκισμα, ράπισμα … Dictionary of Greek
χαστουκίζω — χαστούκισα, χαστουκίστηκα, χαστουκισμένος, και χαστουκώνω χαστούκωσα, χαστουκώθηκα, χαστουκωμένος, δίνω χαστούκια, σφαλιαρίζω, ραπίζω: Τον χαστούκισε μπροστά σ όλο τον κόσμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)